υπέρκαιρος

υπέρκαιρος
-ον, Α
1. παράκαιρος
2. αυτός που υπερβαίνει τα χρονικά όρια, αιώνιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ-* + καιρός (πρβλ. ἐπίκαιρος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ὑπέρκαιρον — ὑπέρκαιρος beyond the time masc/fem acc sg ὑπέρκαιρος beyond the time neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπερκαίρων — ὑπέρκαιρος beyond the time masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καιρός — Αρχαιοελληνική θεότητα, προσωποποίηση της ευκαιρίας, της ευνοϊκής χρονικής στιγμής. Προσωποποιήθηκε για πρώτη φορά στα μέσα του 5ου αι. π.Χ. Τον θεωρούσαν νεότατο γιο του Δία και υπήρχε βωμός του στην Ολυμπία. Ο ποιητής Ίων, από τη Χίο, είχε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”